Η Υφαντική Τέχνη
Η υφαντική ασκείται είτε ως οικιακή τέχνη (κυρίως από τις γυναίκες) για την κάλυψη των οικιακών αναγκών είτε ως βιοτεχνική επιχείρηση (απασχόληση ανδρών και γυναικών) με στόχο το εμπόριο. Τα προϊόντα πωλούνται επί τόπου, στα αστικά κέντρα ή σε εμποροπανηγύρεις (παζάρια). Η άνθιση της υφαντικής συμπίπτει με τον 18ο κυρίως αιώνα. Το βασικό μέσο της ύφανσης είναι ο αργαλειός (αργαστήρι, βούφα, λάκκος κ.ά.). Στο οικιακό πλαίσιο στήνεται σε ειδικό δωμάτιο, συχνά κοντά σε παράθυρο, και αλλάζει θέση κατά τη διάρκεια του χειμώνα ή του καλοκαιριού. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις που χρησιμοποιούνται όταν αρχίζει η ύφανση: «στήνω αργαλειό», «ανοίγω τον αργαλειό» κ.ά. Ο αργαλειός μπορεί να είναι ορθός, στητός, του Καπλί ή αμπά ή, μάλλινο υφαντό με απάνω κέντημα (κέντημα χεριού) λάκκου ή και άλλο υείδους. Ανάλογα με το είδος του υφαινόμενου υφάσματος μπορεί να είναι παννήσιος, αντρομιδήσιος, σχοινιάτικος, των χαραριών κ.ά.
Οι υφαντικές ύλες που χρησιμοποιούνταν για τα υφαντά του αργαλειού είναι το μαλλί, το μετάξι, αλλά και το λινάρι, το καννάβι και ιδιαίτερα το βαμβάκι. Βέβαια οι τρεις τελευταίες έπαψαν από πολύ νωρίς να τυγχάνουν κατεργασίας από τις γυναίκες στο σπίτι, γιατί τις έβρισκαν έτοιμες στο εμπόριο.. Από την τεχνική της κατασκευής τους τα υφαντά διακρίνονται σε μονά, διπλά, δίμιτα, απολυτά, σκουλωτά, θηλωτά, περαστά-βεργωτά, κλωστά, μασουρωτά, σπαθωτά ή σανιδωτά, ξεφαδιαστά, συρτά κ.ά.). Από τα διακοσμητικά τους θέματα διακρίνονται σε λουριαστά, λουρωτά (τα πλέον συνήθη για τα οποία η υφάντρα περνώντας με τη σαΐτα της χρωματιστά υφάδια ανάμεσα στα στημόνια σχηματίζει χρωματιστές ρίγες ή λουρίδες, διαφορετικού πλάτους), αραδωτά, ουγιαστά, κενάρια, τσοσμέδες, γιολίδικα, ανταμωτά, νταβανωτά, σαντρατσωτά, κλουβωτά, ψηφωτά, κουταλίδικα, σκεμπελίδικα και διακοσμημένα με ανθικά μοτίβα. κ.ά