ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Γεωργικές εργασίες και εργαλεία

Όργωμα-σπορά χωραφιού: 

Οι γεωργοί όργωναν τα χωράφια συνήθως 3 με 4 φορές.

Με τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου άρχιζε ο σπαρμός (σπορά). Τον σπόρο οι γεωργοί τον ετοίμαζαν από την προηγούμενη χρονιά. Διάλεγαν τα καλύτερα δεμάτια από τη θημωνιά, έσπαγαν με τον κόπανο τα στάχυα, καθάριζαν το σιτάρι και το κρατούσαν για τη σπορά του επόμενου χρόνου.Ο σπαρμός διαρκούσε μέχρι τα Χριστούγεννα περίπου. Μόλις τελείωνε το ρίξιμο του σπόρου σε κάθε σποριά τον σκέπαζε με τη βοήθεια του ξύλινου αλετριού, για να μην μένει εκτεθειμένος στα έντομα, και μετά έσπερνε, κατά τον ίδιο τρόπο, τη δεύτερη σποριά, την τρίτη κλπ. μέχρι να τελειώσει ολόκληρο το χωράφι.Το όργωμα γινόταν τα παλιά χρόνια με το ξύλινο αλέτρι. Είχε μήκος δυόμισι περίπου μέτρα, αρκετά μεγαλύτερο δηλαδή από το σιδεράλετρο, και όλος ο εξοπλισμός του ήταν ξύλινος εκτός από το σιδερένιο γινί που το κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες.

Συνοπτικά, ένα ξύλινο αλέτρι είχε τα εξής εξαρτήματα, που το καθένα είχε το δικό του ρόλο κατά τη διαδικασία του οργώματος: το πίσω τμήμα του αλετριού το οποίο κρατούσε ο γεωργός, το μέρος του αλετριού πάνω στο οποίο ήταν σφηνωμένο το γινί, με τη βοήθεια μιας ξύλινης σφήνας. Στις δύο πλευρές ήταν στερεωμένα επίσης τα "ξυλάχτια", ο ρόλος των οποίων ήταν να ανοίγουν την αυλακιά. Το "σταβάρ'" ήταν ο άξονας του αλετριού που συνέδεε το αλέτρι με τον ζυγό. Ο ζυγός έμπαινε πάνω στον αυχένα των βοδιών και τον σταθεροποιούσαν με τις σιδερένιες "ζεύλες" και τις "λιμνιστήρες" φτιαγμένες από δέρμα βοδιού.

Ο γεωργός για να παροτρύνει και να καθοδηγεί τα ζώα, χρησιμοποιούσε τη "φ'κέντρα" -μακρύ ξύλο, στη μια άκρη της οποίας ήταν στερεωμένο ένα καρφί και στην άλλη η "ξιάλ'" για να καθαρίζει το γινί. Το σιδεράλετρο έκανε την εμφάνιση του γύρω στα 1920 και η χρήση του γενικεύτηκε μετά το 1925. 

Άβδουλος Στ. (2001). Λαϊκές Παραδόσεις. Φιλίστωρ. 


Θερισμός - Αλώνισμα χωραφιού

Από τα τέλη Μαΐου, ξεκινούσε η περίοδος της συγκομιδής. Τα σιτάρια τα θέριζαν με ένα σιδερένιο εργαλείο σχήματος μισοφέγγαρου με ξύλινη λαβή, το δρεπάνι. Όταν τελείωνε ο όργος άρχιζε η δεματοποίησή τους. Τα δρομιά τα συγκέντρωναν και έδεναν το δεμάτι με τα "διματ'κά" . Μετά θέριζαν και τον δεύτερο όργο, τον τρίτο, έδεναν πάλι τα δρομιά σε δεμάτια, μέχρι που τελείωνε ολόκληρο το χωράφι.Όταν τελείωνε ο θερισμός, οι νοικοκυρές στο σπίτι συνήθως ετοίμαζαν ένα γλύκισμα, που το έτρωγαν και έδιναν ευχές για τον επόμενο χρόνο.Τα δεμάτια οι γεωργοί τα φόρτωναν ανά έξι συνήθως σε κάθε ζώο και τα μετέφεραν στο τους, όπου τα συγκέντρωναν σε μεγάλες .

 Μετά άρχιζε η πολύπλοκη όσο και κοπιαστική διαδικασία του αλωνίσματος. Το αλώνι ήταν κυκλικό και λίγα εκατοστά πιο χαμηλά από το έδαφος. Είχε και μια μικρή κλίση. Στο κέντρο του αλωνιού ήταν μπηγμένος ένας πάσσαλος. Όλο το δάπεδό του ήταν στρωμένο μ' ένα ειδικό χώμα, που είχε καλά στρωθεί με τσιμέντο, πράγμα που διευκόλυνε τη συγκομιδή του καρπού. Μερικά αλώνια ήταν λιθόστρωτα. Πρώτα καθάριζαν το αλώνι από τα χόρτα, το σκούπιζαν και στη συνέχεια "κατάστρωναν" το αλώνι, τοποθετούσαν δηλαδή τα δεμάτια το ένα δίπλα στο άλλο σ΄ όλη την έκταση του αλωνιού. Σ' ένα κανονικό αλώνι 300 περίπου τετραγωνικών, θα κατάστρωναν περίπου διακόσια δεμάτια. Στη συνέχεια έκοβαν με το δρεπάνι τα δεματικά, ανακάτωναν τα στάχυα με τα που τις έφτιαχναν από χοντρό ξύλο σκαμνιάς, συνήθως με δυο δόκανα (διχάλες), και οδηγούσαν μέσα στο αλώνι τα βόδια ή τα άλογα με την "δοκάνη ". Στην κάτω πλευρά της δοκάνης υπήρχαν σφηνωμένες πολλές μικρές πέτρες, "αδοκανόπετρες" όπως τις έλεγαν, που προεξείχαν λίγο ώστε περνώντας πάνω από τα στάχυα να τα τεμαχίζουν και να διαχωρίζεται το σιτάρι από το περίβλημά του.Στην αρχή αλώνιζαν τις βρώμες και τα κριθάρια, συνήθως χωριστά ή και Μετά και τα τελευταία γυρίσματα, όταν το σιτάρι είχε πλέον διαχωριστεί από το άχυρο, οδηγούσαν τα ζώα με την αδοκάνη έξω από το αλώνι και τα ξέζευαν. Η διαδιακσία του αλωνίσματος διαρκούσε περίπου 2 ημέρες.

Άβδουλος Στ. (2001). Λαϊκές Παραδόσεις. Φιλίστωρ. 

Λίχνισμα χωραφιού-Παραγωγή αλευριού

Πάνω στο λαμνί ανέβαιναν οι γεωργοί και με τα καρπουλόια άρχιζαν το λίχνισμα Το σιτάρι έπεφτε πλέον βαρύ πάνω στο χώμα, ενώ ο αέρας απομάκρυνε το άχυρο. Γι' αυτόν τον λόγο οι γεωργοί  έφτιαχναν τα αλώνια τους σε ανοιχτά μέρη που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες. Δίπλα στο σωρό - βρισκόταν μια γυναίκα καθ' όλη τη διάρκεια του λιχνίσματος, που καθάριζε το σιτάρι απ' οτιδήποτε άλλο έπεφτε. Όταν τελείωνε το λίχνισμα μετέφεραν το σιτάρι στο "δρυμώνι". Αυτό ήταν ένα μεγάλο κόσκινο φτιαγμένο με δέρμα τα παλιά χρόνια και σιδερένιο αργότερα. Το "δρυμώνισμα" ήταν απλό, όσο και κοπιαστικό.Έτσι κοσκίνιζαν όλο το αλώνι, και στη συνέχεια το έβαζαν σε τρίχινα τσουβάλια των 50 οκάδων, το φόρτωναν στα ζώα και το μετέφεραν στα δωμάτια-αποθήκες των σπιτιών τους. Το άχυρο που έμενε στα αλώνια, το αποθήκευαν στους (ειδικό αποθηκευτικό χώρο) που υπήρχαν απαραίτητα δίπλα σε κάθε αλώνι ή στο σπίτι τους. Μετά το λίχνισμα σμα οι νοικοκυραίοι πήγαιναν ένα φορτίο σιτάρι σε κάποιον από τους πολλούς που λειτουργούσαν κατά καιρούς στα χωριά και έπαιρναν το ανάλογο αλεύρι. Οι μύλοι αυτοί σταμάτησαν τη λειτουργία τους με την εμφάνιση των αλευρομηχανών, γύρω στα 1930, που δούλευαν με πετρέλαιο. Με το αλεύρι της πρώτης παραγωγής οι νοικοκυρές και το ψωμί στον φούρνο της γειτονιάς ή του σπιτιού αν διέθεταν.

Άβδουλος Στ. (2001). Λαϊκές Παραδόσεις. Φιλίστωρ.  

Οικιακές εργασίες

Τα μέρη του χειρόμυλου και η χρήση του

Ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο,που ήταν αναγκαίο για κάθε σπίτι στο παρελθόν. Αποτελούνταν από 2 ολοστρόγγυλες πέτρες, που η κάθε μια είχε το μέγεθος ενός μεγάλου ταψιού. Οι πέτρες αυτές έπρεπε να είναι πωρόλιθος και να πελεκούνται εύκολα, για να αποχτήσουν επίπεδη επιφάνεια. Η κάτω πέτρα, με επίπεδη κι αυτή επιφάνεια, είχε διπλάσιο πάχος, για να μην κουνιέται, αλλά να μένει σταθερή, όταν θα δούλευε ο χερόμυλος.Στη μέση της κάτω πέτρας ήταν μπηγμένο ένα σίδερο, ύψους 10-15 εκατοστών και πάνω σ' αυτό στηριζόταν η πάνω πέτρα, που είχε κι αυτή τρύπα στη μέση. Στη βάση αυτού του σίδερου τοποθετούσαν μια σιδερένια ροδέλα, για να μην εφάπτεται η πάνω με την κάτω πέτρα. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, όλα τα προϊόντα που θα άλεθαν στο χερόμυλο, θα γίνονταν σαν αλεύρι.

Η επάνω πέτρα είχε σε μιαν άκρη, μπηγμένο ένα ξύλινο χερούλι κι αυτό έπιανε η νοικοκυρά και γύριζε το χερόμυλο, για να κόψει το προϊόν που επιθυμούσε.

Από την τρύπα που είχε η επάνω τρύπα, έριχνε σιγά-σιγά και τμηματικά λίγη-λίγη την ποσότητα που ήθελε ν' αλέσει. Με το γύρισμα της πέτρας, το προϊόν που κοβόταν, έπεφτε έξω, πάνω σε κάποιο πανί που είχαν στρώσει.
Στο χερόμυλο κόβανε κατά κύριο λόγο στάρι, για να κάνουνε το πλιγούρι , αλλά και τα μαναρόλια, για να κάνουν τη φάβα. Το πλιγούρι ήτανε συνηθισμένο και σημαντικό φαγητό για τις οικογένειες εκείνη την εποχή. Όμως με το κομμένο στάρι κάνανε και τον τραχανά, που αποτελούσε και αποτελεί από τα καλύτερα φαγητά.
Τέλος, με το χερόμυλο κόβανε και το χοντρό αλάτι, που το αγοράζανε από τα παραρτήματα του κρατικού μονοπωλίου.

Άβδουλος Στ. (2001). Λαϊκές Παραδόσεις. Φιλίστωρ. 

Ο Φούρνος και τα απαραίτητα σύνεργα

    Ο φούρνος που είχε παλιά κάθε σπίτι έψηνε  το  ψωμί, τις πίτες, τα φαγητά, τα γλυκά και τα κουλουράκια . Ψωμί αρχικά έψηναν μία φορά την εβδομάδα γιατί δεν είχαν χρόνο, επειδή ήταν ολόκληρη την ημέρα στα χωράφια. 

   Τα σύνεργα που χρειαζόταν ένας φούρνος ήταν:Η σκάφη  που ζύμωναν τ' αλεύρι με νερό και μαγιά κι έκαναν το ζυμάρι. Η πινακωτή, όπου άφηναν να φουσκώσει "του ζμαρ" κομματιασμένο σε τόσα μέρη όσα και τα ψωμιά (κάτι σαν το σημερινό ταψί).Το μεσάλι, ύφασμα που σκέπαζαν την πνακωτή, μετά που έβγαινε από το φούρνο.Το ψωμόφκιαρο, φτυάρι που έβγαζαν τα ψημένα ψωμιά.Τα καμπρούλια, δυο ξύλα που ανακάτευαν την φωτιά μέσα στο φούρνο. Πολλές φορές τα είχαν μέσα σε νερό. Στον φούρνο έκαιγαν συνήθως πουρνάρια "κλαδιά" κλπ.Το μπελγκίρι ή η γκριμπάτσα ήταν το ξύλο, κάτι σαν πιάστρες που έβγαζαν την στάχτη από μέσα από τον φούρνο.Τη σφούγγα.Και οι καμάρες πλαϊνές εσοχές του φούρνου που έβαζαν τον "ξύστρο" ένα σίδερο που έξυναν με αυτό τα τοιχώματα που ενδεχομένως είχαν φύγει οι σοβάδες. Τις περισσότερες φορές αυτά τα "σύνεργα" ήταν μαζί με τον φούρνο ή μέσα στην κουζίνα.

Άβδουλος Στ. (2001). Λαϊκές Παραδόσεις. Φιλίστωρ. 

Η κατασκευή στάμνας

    Η πρώτη ύλη για την κατασκευή μιας στάμνας είναι το αργιλικό χώμα, το οποίο είναι κατάλληλο λόγω της πλαστικότητάς του όταν αναμειγνύεται με νερό, της συστολής του όταν στεγνώνει και της σκλήρυνσής του όταν ψήνεται και μετατρέπεται σε κεραμικό. 

  Το αργιλόχωμα απλωνόταν στον υπαίθριο χώρο του εργαστηρίου για νστέγνωμα. Στη συνέχεια, για να σπάσουν οι βώλοι του, το χτυπούσαν με το λεγόμενο «κόπανο» ή το αλώνιζαν με τα υποζύγια. Αργότερα, τα αυτοκίνητα πήραν τη θέση του «κόπανου».
  Όταν το αργιλόχωμα ήταν έτοιμο, δηλαδή αρκετά λεπτόκοκκο ή χονδρόκοκκο ανάλογα με τη χρήση για την οποία προοριζόταν από τον αγγειοπλάστη, αναμειγνυόταν με νερό. Η ανάμειξη γινόταν μέσα σε μεγάλες δεξαμενές, τις «καρούτες», όπου το χώμα με το νερό γινόταν πηλός. Στη συνέχεια, ο πηλός μεταφερόταν σε άλλη καρούτα και παρέμενε εκεί ημέρες ή και μήνες για να εξατμιστεί το νερό. Τότε ήταν έτοιμος για να ζυμωθεί.

   Ήταν απαραίτητο για να απαλλαγεί ο πηλός από τον αέρα, προκειμένου να μη δημιουργηθούν ρωγμές κατά την κατασκευή και το στέγνωμα της στάμνας. Το ζύμωμα (η «ομογενοποίηση») του πηλού γινόταν με τα πόδια. Στη συνέχεια, ο πηλός χωριζόταν σε ορθογώνια τεμάχια, τα οποία σκεπάζονταν με βρεγμένες λινάτσες για να διατηρηθεί η υγρασία τους.

  Κάθε ποσότητα πηλού που θα χρησίμευε για την κατασκευή ενός αντικειμένου ζυμωνόταν και δεύτερη φορά σε ξύλινο πάγκο. Σε όλη την Ελλάδα για το «δούλεμα» του πηλού χρησιμοποιούνταν ο ποδοκίνητος τροχός.

   Στο στάδιο του στεγνώματος οι γυναίκες ζωγράφιζαν τις στάμνες με πινέλα, τις χάραζαν και τις συμπίεζαν με χτένια, πιρούνια, ξύλα ή τέλος χρησιμοποιούσαν καλούπια για τα ανάγλυφα σχέδιά τους. Τις χρωμάτιζαν με μπατανά (κόκκινος και λευκός πηλός), με ασβέστη, με πυροχρώματα και με λαδομπογιά. Ευθείες και καμπύλες γραμμές, άνθη, φύλλα και κλαδιά ήταν τα αγαπημένα τους σχέδια .Τα καμίνια των κεραμικών κτίζονταν από πέτρες, πλίθρες και πυρότουβλα. Αποτελούνταν από δύο θαλάμους: έναν για την τοποθέτηση της καύσιμης ύλης, που ήταν συνήθως λεπτά κλαδιά, και έναν για την τοποθέτηση των κεραμικών. Οι στάμνες, εφόσον είχαν στεγνώσει, τοποθετούνταν με το λαιμό προς τα κάτω μέσα στο καμίνι.

  Το ψήσιμο ξεκινούσε κατά το σούρουπο. Η θερμοκρασία αυξανόταν σταδιακά και ομοιόμορφα και έφτανε μέχρι και τους 1.050 βαθμούς Κελσίου. Τότε ολοκληρωνόταν το ψήσιμο, ο χρόνος του οποίου διέφερε ανάλογα με το είδος του καμινιού, τη χωρητικότητά του και την ποιότητα της καύσιμης ύλης.Μετά το ψήσιμο και για έξι έως οκτώ ώρες το καμίνι κρύωνε σταδιακά και οι στάμνες, αφού είχαν κρυώσει, ήταν έτοιμες.

https://leontio.gr/laografia/argaleios

 

    

Αργαλειός

Ο αργαλειός είναι χειροκίνητη μηχανή ύφανσης, συνηθέστερη σε παλαιότερες εποχές. Αποτελούσε μέρος της ίδιας της ζωής και δεν έλειπε σχεδόν από κανένα σπίτι.Έχοντας αργαλειό στο σπίτι της, στο πιο ευάερο και πιο ευήλιο δωμάτιο, κάθε αγροτική οικογένεια, ήταν σαν να είχε στη δούλεψή της ένα ατομικό υφαντουργικό εργαστήρι, που κάλυπτε όλες τις ανάγκες σε είδη ρουχισμού και κλινοσκεπασμάτων.

Το στήσιμο του αργαλειού

Το στήσιμο του αργαλειού δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Ήθελε σταθερότητα και ζύγισμα, για να μη μετατοπίζεται με τα τραντάγματα από τις κινήσεις που έκανε η νοικοκυρά. Στα περισσότερα σπίτια του χωριού ο αργαλειός ήταν μόνιμα στημένος, κάτω από χαγιάτια (μπαλκόνια), στο κατώι δίπλα πάντα από παράθυρο και προσωρινά πολλές φορές στην άκρη του δωματίου στο σπίτι.Ο αργαλειός ήταν μια απλή κατασκευή από ξύλο, ορθογώνιας διατομής μακρόστενων καδρονιών. Αποτελείτο από πολλά εξαρτήματα, που όταν συναρμολογούνταν και τοποθετούνταν το στημόνι, ήταν έτοιμος για την ύφανση.

Εξαρτήματα του αργαλειού

•Αντιά: δύο στρογγυλά ξύλα με διάμετρο 10-15 εκατοστών που στο ένα άκρο έχουν τετράγωνη κατάληξη με τέσσερις τρύπες.

Το μπροστινό αντί, που βρισκόταν στο μέρος που καθόταν η υφάντρια (μπροσταντί),είχε κατά μήκος του μια σχισμή απ' όπου περνούσε το υφάδι και στην άκρη του είχε τρύπες, όπου η υφάντρια τοποθετούσε ένα ξύλο το σφίχτη (κουρούνα),για αντίσταση και το στερέωνε για να μην περιστρέφεται. Πάνω σ` αυτό τυλίγεται το υφαντό καθώς φτιάχνεται.

Το πισαντί βρισκόταν στην άλλη άκρη του αργαλειού απ' αυτήν που καθόταν η υφάντρια, τκαι είχε τυλιγμένο το στημόνι, δηλαδή οι μακριές κλωστές που θα πλέξουν με τις κλωστές που θα χρησιμοποιήσει η υφάντρια για να κάνουν το πανί. 

•Στημόνι: Μετά το πισαντί και πηγαίνοντας προς την υφάντρια. Είχε δυο βέργες τοποθετημένες ανάμεσα στις κλωστές του για να μπορεί να ανοίγει καλύτερα και να περνάει η γυναίκα τη σαΐτα. Τα ξύλα αυτά λέγονταν σταυρόβεργες και εμπόδιζαν τις κλωστές να μπερδευτούν.•Κουρούνα: κοντόχοντρο κυλινδρικό ξύλο που στηρίζει το «προσταντί» και το συγκρατεί.

•Ποταμίστρα: μακρύ κυλινδρικό ξύλο που στηρίζει και συγκρατεί το «πισαντί».

•Χτένι: παραλληλόγραμμο με ύψος 10-12 εκατοστά περίπου, με πλήθος από λεπτά δόντια από καλάμι που προσαρμόζονται σε δύο στενά παράλληλα καλάμια ή ξύλα. Ήταν σα χτένα μόνο που ήταν κλειστό και από τις δύο πλευρές. Ανάμεσα από τις σχισμές ίσα- ίσα να περνούσαν οι κλωστές του στημονιού. 

•Μιτάρια: κυλινδρικά ξύλα παράλληλα μεταξύ τους που πάνω τους είναι δεμένοι πολλοί λεπτοί σπάγκοι. Έτσι οι κλωστές περνούσαν εναλλάξ οι μισές από το ένα μιτάρι και οι μισές από το άλλο. Τα μιτάρια κρέμονταν από πάνω από τον αργαλειό με δυο καρούλια για να μπορούν να μετακινούνται πάνω-κάτω.Ανάλογα με το υφαντό άλλοτε χρησιμοποιούσαν δύο και άλλοτε τέσσερα.

•Ξυλόχτενο: δύο οριζόντια ξύλα με αυλακιές. Αυτά δένονταν με δύο μικρότερα ξύλα κάθετα. Μέσα τους προσαρμόζεται και κλειδώνει το χτένι με το οποίο χτυπιέται το υφάδι.

•Σαΐτα: ξύλο ελλειψοειδές που ήταν σκαμμένο εσωτερικά και κατά μήκος συγκρατούσε ένα μασούρι. Στο μασούρι τύλιγαν το βαμβακερό νήμα, που με το πέταγμα περνούσε μέσα στο στημόνι.

•Αδράχτες: ξύλα που είχαν τυλιγμένα πάνω τους νήματα και χρησιμοποιούνταν για την ύφανση των χοντρών υφασμάτων.

•Μασούρια: μικρά καλάμια περίπου 15 εκατοστών, που ήταν τρύπια κατά μήκος. Πάνω τους τύλιγαν το μάλλινο νήμα, που με το πέταγμα περνούσε μέσα στο στημόνι.

•Ποδαρικά: δύο μικρά ξύλα συνδεδεμένα με τα μιτάρια που τα πατούσαν διαδοχικά οι υφάντρες. Με το πάτημα του ποδιού της η υφάντρα ανέβαζε πότε το ένα και πότε το άλλο μετακινώντας αντίστοιχα και τις κλωστές του στημονιού, τις μισές πάνω και τις μισές κάτω. Έτσι άνοιγε το στημόνι (το στόμα) για να περνάει η σαΐτα, να μπλέκει το στημόνι με την κλωστή του μασουριού και να γίνεται το ύφασμα.

https://leontio.gr/laografia/argaleios


Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε